- συνιδιοκτήτης
- ο , συνιδιοκτήτηςρια η совладелец, -ица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνιδιοκτήτης — ο, θηλ. συνιδιοκτήτρια, η, Ν αυτός που έχει τη συγκυριότητα ενός πράγματος, συγκύριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
συνιδιοκτήτης — ο θηλ. συνιδιοκτήτρια αυτός που είναι μαζί με άλλον ιδιοκτήτης κάποιου πράγματος: Είναι με τον αδελφό του συνιδιοκτήτες αυτού του οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρτσινέβελος — ο συνιδιοκτήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parcenevole] … Dictionary of Greek
συγγεούχος — ὁ, Α συνιδιοκτήτης κτημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γεοῦχος «κτηματίας» (< γέα / γῆ + οῦχος*)] … Dictionary of Greek
συγκύριος — ο, Ν [κύριος] αυτός που μετέχει στην κυριότητα ενός πράγματος από κοινού με άλλον, συνιδιοκτήτης … Dictionary of Greek
συμμέτοχος — η, ο / συμμέτοχος, ον, ΝΑ [συμμετέχω] αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους νεοελλ. αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργός («συμμέτοχος στο έγκλημα») αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμμέτοχος ο συνιδιοκτήτης … Dictionary of Greek
συμπλοιοκτήτης — ο, θηλ. συμπλοιοκτήτρια Ν [πλοιοκτήτης] ο συνιδιοκτήτης ενός πλοίου … Dictionary of Greek
συνιδιοκτησία — η, Ν συγκυριότητα, το να είναι κανείς ιδιοκτήτης ενός πράγματος από κοινού με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνιδιοκτήτης. Η λ. μαρτυρείται απο το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
συνναύκληρος — ὁ, Α [ναύκληρος] συνιδιοκτήτης πλοίου … Dictionary of Greek
Ζάκας — I Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Δημήτριος (; – 1795). Έλαβε μέρος ως πλοίαρχος πολεμικού σκάφους σε 17 επιχειρήσεις. 2. Ιωάννης. Ήταν συνιδιοκτήτης με τους Κουντουριώτηδες του εμπορικού πλοίου Αχιλλεύς και… … Dictionary of Greek
Ζαφείρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αναγνώστης. Καταγόταν από το Άργος. Τραυματίστηκε στο Χαϊδάρι στις 8 Αυγούστου του 1826 και σκοτώθηκε το 1827 πολεμώντας στον Ανάλατο του Φαλήρου. 2. Αναστάσιος. Καταγόταν από τη Μονεμβασιά και ονομάστηκε Ρεχέμης… … Dictionary of Greek